φωτοψία

φωτοψία
η, Ν
ιατρ. οπτική ψευδαίσθηση ενός υγιούς ή πάσχοντος οφθαλμού, που περιορίζεται σε φωτεινά φαινόμενα και οφείλεται σε άμεση, γενικώς ελαφρή διέγερση τού αμφιβληστροειδούς και τού οπτικού νεύρου από υπεραιμία στο αγγειακό δίκτυο τού ματιού, ελαφρό χτύπημα, σπασμό τών βλεφάρων κ.ά. αίτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + όψη / όψις. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Παδοβά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωτοψία — η η φωτοφάνεια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτοφάνεια — η, ΝΜΑ, και φωτοφάνια Α [φωτοφανής] εμφάνιση φωτός νεοελλ. οπτική ψευδαίσθηση, φωτοψία αρχ. εκκλ. 1. παρουσία Θεού 2. πνευματικός φωτισμός, μετάδοση θείας χάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”